αερολόγος

αερολόγος
α, ο[ν] 1. болтливый, пустой;
2. (ο ) специалист по аэрологии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αερολόγος" в других словарях:

  • αερολόγος — ο αυτός που φλυαρεί άσκοπα: Δεν προσέχουν αυτά που λέει, γιατί είναι γνωστός αερολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αερολόγος — ο όποιος λέει «λόγια τού αέρα», φλύαρος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αερολογία, αερολογώ] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεροκοπανιστής — ο [αεροκοπανίζω] φλύαρος, αερολόγος, φαφλατάς …   Dictionary of Greek

  • αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… …   Dictionary of Greek

  • αερολογώ — (I) λέγω «λόγια τού αέρα», φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος. ΠΑΡ. αερολόγημα]. (II) ( έω) Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω ||. μέσ. 1. δροσίζομαι 2. παθαίνω ψύξη, κρυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + παραγ. κατάλ. λογώ] …   Dictionary of Greek

  • αερομάχος — ο 1. είδος γερακιού 2. (για πρόσωπα) αερολόγος, αεροκόπος 3. μαχητής στον αέρα, μαχόμενος με ή σε αεροπλάνο, αυτός που συμμετέχει σε αερομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αερομαχία, αερομαχώ] …   Dictionary of Greek

  • κενολόγος — ο (ΑΜ κενολόγος, ον) αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο λόγος, λεπτο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • ληρολόγος — ο (Α ληρολόγος, ον) μωρολόγος, αερολόγος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + λογος (λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • παπαρδέλας — ο [παπαρδέλα] αυτός που φλυαρεί άσκοπα, μωρολόγος, φαφλατάς αερολόγος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»